γενειώ — γενειῶ ( άω) (Α) [γένυς] 1. αποκτώ, βγάζω γένια 2. έχω γενειάδα … Dictionary of Greek
γενείῳ — γένειον part covered by the beard neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενείωι — γενείῳ , γένειον part covered by the beard neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TANTALUS — I. TANTALUS Iovis et Nymphae Plotae filiteste Eusebiô, l. 2. Praep. Euang. cum tamen Io. Diaconus et Didymus Iovis et Plutus Nymphae filium fuisse arbitrantur: quem Tzetzes hist. 10. chil. 5. praedictâ quidem matre genitum, ac patre Imolo Lydiae… … Hofmann J. Lexicon universale
εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
συκώδης — ες / συκώδης, ῶδες, ΝΑ [σῡκον] όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα τού σύκου, συκοειδής αρχ. 1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.) 2. συκοφαντικός … Dictionary of Greek